Ευγενικά παιδιά. Ποιο είναι το όριο; (13/11/2024)
Όλοι θαυμάζουμε ένα παιδί που είναι ευγενικό. Μας εντυπωσιάζει όταν ξέρει πότε ακριβώς να πει «ευχαριστώ, παρακαλώ, θα ήθελα, μήπως μπορείτε;, σας είναι εύκολο;». Αναρωτιόμαστε πώς αυτοί οι γονείς έχουν καταφέρει να μεταδώσουν στο παιδί τους τέτοιου είδους κοινωνικές δεξιότητες και μεγαλώνουν έναν «άγγελο». Κάνουμε κάτι λάθος εμείς ως γονείς ή μήπως δεν έχουμε δώσει την απαιτούμενη σημασία; Και αν ναι, πώς πρέπει να προχωρήσουμε από εδώ και πέρα;
Η αλήθεια είναι πως ο καλύτερος δάσκαλος των παιδιών μας είναι η συμπεριφορά μας. Αν εμείς οι ίδιοι εφαρμόζουμε ανάλογες τακτικές, εκείνα μας παρατηρούν, φωτογραφίζουν και στην πορεία «αντιγράφουν» τρόπους επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με τους ανθρώπους γύρω μας. Είναι πολύ όμορφο να παραγγείλουμε τον καφέ μας με χαμόγελο, ευγένεια και σεβασμό προς τον σερβιτόρο, να βοηθήσουμε κάποιον να βρει τη διεύθυνση που ψάχνει, να απαντήσουμε στις ερωτήσεις του τουρίστα στο μετρό για το πως να περιηγηθεί στην πόλη και να ακούσουμε με υπομονή την ηλικιωμένη κυρία του κάτω ορόφου που δεν έχει κανέναν να μιλήσει και περιμένει πώς και πώς την ευκαιρία. Πόσο όμως πιεζόμαστε εμείς από την προσπάθεια να είμαστε σε όλους «όπως πρέπει» και ποιο ακριβώς είναι το μήνυμα που θέλουμε να περάσουμε στα μικρά μας; Δεν είναι καθόλου κακό να πούμε στην ηλικιωμένη κυρία ότι έχουμε αργήσει απελπιστικά για το σχολείο και ότι δεν έχουμε χρόνο για συζήτηση ή να είμαστε κάπως κοφτοί στον τουρίστα επειδή κάτι δεν μας αρέσει στον τρόπο που επιμένει να ρωτάει ξανά και ξανά ακριβώς τα ίδια πράγματα ή στον τρόπο που μας χαμογελά. Είναι κι αυτή μία απόλυτα αποδεκτή συμπεριφορά που επίσης φωτογραφίζεται από το παιδί μας και που του μαθαίνει ίσως το πιο σημαντικό μάθημα της ζωής του. Το όριο.
Στη συζήτηση που θα κάνουμε μαζί τους σε σχέση με την ευγένεια και τα όριά της, δεν χρειάζεται να τρομάξουμε τα παιδιά μας. Τα παραδείγματα που θα τους φέρουμε δεν χρειάζεται να είναι τα χειρότερα. Ο τουρίστας που επιμένει να ρωτάει, δεν είναι απαραίτητα απαγωγέας ανηλίκων. Μπορεί να είναι ένας πολύ μοναχικός άνθρωπος, μπορεί να είναι ένας πολύ ομιλητικός άνθρωπος, μπορεί απλά να αισθάνεται ότι του αρέσει η παρέα μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποκύψουμε στις όποιες ανάγκες θέλει ο απέναντί μας να καλύψει. Εξηγούμε στα παιδιά μας ότι αν αισθανόμαστε την όποια δυσφορία, ακολουθούμε το ένστικτό μας. Αν δεν είμαστε σε καλή διάθεση εκείνη την ημέρα, έχουμε το δικαίωμα να μην απαντήσουμε. Ευγενικά αρνούμαστε. Οπότε περνάμε και τα δύο μας μηνύματα. Ευγένεια και προσωπικό όριο.
Δεν ξεχνάμε να τους δείξουμε και την ανάλογη εμπιστοσύνη. Αν βλέπουμε ότι αρνούνται πεισματικά την παρέα και το ενδιαφέρον κάποιου φίλου/συγγενή/επισκέπτη, φαινομενικά «χωρίς λόγο», προσπαθούμε να μην αντιδράσουμε ρωτώντας γιατί, δεν είναι σωστό, θα έπρεπε να χαιρετήσεις κλπ. όσο και να ερχόμαστε σε αμηχανία την δεδομένη στιγμή. Κρατάμε την ψυχραιμία μας, κάνουμε ότι δεν έγινε τίποτα μπροστά στο τρίτο πρόσωπο και όταν θα είμαστε οι δυο μας ρωτάμε απαλά και ευθέως. «Πρόσεξα ότι δεν ήθελες να μιλήσεις στην κυρία Κατερίνα σήμερα. Υπάρχει κάποιος λόγος γι’ αυτό; Είναι κάτι που θέλεις να συζητήσουμε;». Υπάρχουν πολλές πιθανότητες η απάντηση να είναι αρνητική. Δεν επιμένουμε. Σε κάθε περίπτωση όμως έχουμε τις κεραίες μας ανοιχτές και είμαστε έτοιμοι να εντοπίσουμε ανάλογες αντιδράσεις και να τις αξιολογήσουμε. Ακόμα πιο σοβαρά είναι όμως τα πράγματα όταν βλέπουμε παρόμοια περιστατικά αντίδρασης με το ίδιο πρόσωπο. Αν οι συζητήσεις που ξεκινάμε να κάνουμε δεν βγάζουν πουθενά, τουλάχιστον φροντίζουμε να είμαστε πάντα παρόντες όταν το συγκεκριμένο άτομο έρχεται σε επαφή με το παιδί μας. Έτσι του δείχνουμε ότι είμαστε πάντα εκεί, ότι αγκαλιάζουμε και σεβόμαστε το συναίσθημά του και ανοίγουμε τον δρόμο για να αισθανθεί την ασφάλεια να μοιραστεί τη δυσκολία του. Στις ερωτήσεις των άλλων «γιατί αγάπη μου δεν έρχεσαι αγκαλιά;», παίρνουμε οπωσδήποτε θέση και λέμε με απλά λόγια ότι σε αυτή τη φάση το παιδί μας δεν θέλει. Εννοείται πως αυτή είναι μία στάση που θα κρατήσουμε ακόμα πιο έντονα με αγνώστους. Δεν έχει καμία υποχρέωση να κάνει χειραψία ο Γιώργος μας με τον κύριο που επιμένει στη στάση του λεωφορείου ή να «κολλήσει 5» με την συνάδελφό μας.
Αυτές οι λεπτές γραμμές ανάμεσα στην ευγένεια και την προσωπική επιλογή ή, ακόμα πιο σημαντικό, ανάμεσα στην ευγένεια και τον φόβο, είναι από τις πιο δύσκολες να επικοινωνηθούν και να γίνουν αντιληπτές. Είναι, θα λέγαμε, από τις μεγαλύτερες αγωνίες των γονέων. Με ψυχραιμία και αυτοέλεγχο, έχουμε πάντα το νου μας, εμπιστευόμαστε το ένστικτο το δικό μας και των παιδιών μας και είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε ακόμα και στις πιο δύσκολες ερωτήσεις τους με ειλικρίνεια. Και όταν αυτό μας είναι αδύνατον ή δεν είμαστε σίγουροι για το πως να το χειριστούμε, εμπιστευόμαστε και τους επαγγελματίες να μας βοηθήσουν και να μας κατευθύνουν. Πολλές φορές, η κίνηση που πρέπει να κάνουμε είναι οφθαλμοφανής, αλλά χρειάζεται ο κατάλληλος επαγγελματίας για να μας οδηγήσει.