Το χαρτονόμισμα- μια αφήγηση του Σταύρου Κουγιουμτζή (30/12/2015)
Παραμονή Χριστουγέννων και εγώ κατηφόριζα από το επταπύργιο για την πόλη. Πήγαινα να πω τα κάλαντα. Ήμουν 10 χρονών και ήταν το 1942, μια από εκείνες τις φοβερές χρονιές της κατοχής. Από την προηγούμενη μέρα είχαμε συμφωνήσει με δυο ακόμη φίλους μου, λίγο μεγαλύτερους από εμένα, να πούμε μαζί τα κάλαντα. Δεν ξέρω όμως για ποιο λόγο δεν ήρθαν στο ραντεβού μας. Έτσι ξεκίνησα μόνος.
Αλλά μόνος ντρεπόμουν και κάποια στιγμή σκέφτηκα να γυρίσω πίσω. Όμως στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε ψωμί, ούτε φωτιά. Έκανε κρύο κι εγώ μ’ ένα κοντό παντελονάκι και μ’ ένα φθαρμένο σακάκι, παραμέρισα όσο μπορούσα την ντροπή μου και συνέχισα να κατεβαίνω για τα πλούσια σπίτια. Τα μέγαρα, όπως λεγόταν τότε οι πολυκατοικίες. Στο δρόμο έβλεπα χαρούμενα παιδιά, συνήθως δύο δύο, τρία τρία που τα λέγανε και ένοιωθα μεγάλη μοναξιά. Έτσι πέρασα την Ακρόπολη και το Κουλέ-Καφέ, χωρίς να κάνω σεφτέ. Στη συνέχεια πήρα την Αγίου Δημητρίου, από τα δεξιά, και βρέθηκα κοντά στο Διοικητήριο. Εκεί αποφάσισα να μπω σε ένα μεγάλο μέγαρο και να τα πω. Στάθηκα σε μια πόρτα, χτύπησα το κουδούνι και άρχισα: «Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ο ορισμός σας, Χριστού τη θεία Γέννηση... δεν πρόλαβα να πω παρακάτω. Άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ένας συνομήλικός μου. Ήταν και αυτός σαν εμένα, χλωμός και αδύνατος. «Δεν είναι εδώ η μαμά μου», μου είπε και ξανάκλεισε κάπως διακριτικά την πόρτα. Ήμουν που ήμουν χάλια, ήρθε και αυτό και με αποτελείωσε. Από το Διοικητήριο πήρα το δρόμο για το Βαρδάρη.
Περνούσα τα μέγαρα χωρίς καμία διάθεση πια, να ξαναπώ τα κάλαντα. Αλλά ούτε να γυρίσω πίσω. Ο δρόμος εκείνη την ώρα, περίπου 2 το μεσημέρι, ήταν έρημος. Κάποια στιγμή είδα μια κυρία να ανεβαίνει από το ίδιο πεζοδρόμιο που εγώ κατέβαινα. Φορούσε μαύρα ρούχα, μαύρο καπέλο και ένα βέλο που έκρυβε το πρόσωπό της.
Σε λίγο πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον και καθώς την προσπερνούσα, μια ριπή ανέμου μισάνοιξε την τσάντα της και παρέσυρε ένα χαρτονόμισμα. Η κυρία δεν είχε αντιληφθεί τίποτα, κι εγώ έτρεξα να το προλάβω για να της το δώσω. Αυτό με παίδεψε λιγάκι, γιατί καθώς το έσπρωχνε ο αέρας, έκανε ζικζακ και μου ξέφευγε. Μία από δω μία από κει. Ωστόσο το κυνηγητό δεν κράτησε πάνω από ένα λεπτό. Όμως σ’ αυτό το διάστημα μέσα μου γινόταν μια φοβερή πάλη. Να δώσω το χαρτονόμισμα ή να το κρατήσω; Μια σκεφτόμουν την κυρία και μια την μητέρα μου. Τελικά αποφάσισα να το επιστρέψω στην κυρία. Γύρισα προς τα πίσω και ήμουν έτοιμος να τρέξω για να την προλάβω. Όμως με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε καμιά κυρία. Κοίταξα προς τα πάνω, κοίταξα δεξιά, αριστερά, τίποτα. Η κυρία άφαντη.
Τι να ‘κανα. Θέλοντας και μη, κράτησα το χαρτονόμισμα. Όταν πήγα στο σπίτι η μητέρα μου μ’ αγκάλιασε κι άρχισε να κλαίει. « Εγώ είδα τα’ όνειρο» έλεγε και ξανάλεγε κι έκαμνε το σταυρό της. Την άλλη μέρα Χριστούγεννα και εμείς είχαμε φαγητό και κάρβουνα στο μαγκάλι. Καθισμένος κοντά στη φωτιά, απολάμβανα τη ζέστη και σκεφτόμουν τα χθεσινά. Θα ‘ταν η Παναγιά, έλεγα από μέσα μου, συμφωνώντας με τη μητέρα μου. Όμως το μυαλό μου με κορόιδευε, με περιέπαιζε: αν η κυρία μπήκε σε κανένα από εκείνα τα μέγαρα; Αυτή η σκέψη ήταν λογική. Όμως εμένα με πίκραινε. Δεν την ήθελα, την έδιωχνα. Εγώ ήθελα το θαύμα... Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, και κάθε φορά που σκέφτομαι εκείνο το περιστατικό με το χαρτονόμισμα, αναρωτιέμαι. Γιατί η λογική δεν πιστεύει στα θαύματα. Αφού κι αυτή, ένα θαύμα είναι...
(Πηγή: αθηναϊκό πρακτορείο ειδήσεων)